- κινητικός
- -ή, -ό (ΑΜκινητικός, -ή, -όν)ο ικανός να κινεί κάτι ή να προσδίδει κίνηση σε κάτι (α. «κινητικά νεύρα», Γαλ.β. «τῶν κινητικῶν μορίων», Αριστοτ.)νεοελλ.1. αυτός που αναφέρεται στην κίνηση2. αυτός που κινείται3. το θηλ. ως ουσ. η κινητικήκλάδος τής κλασικής μηχανικής ο οποίος μελετά την επίδραση τών δυνάμεων και τών ροπών στην κίνηση ενός υλικού σώματος4. φρ. α) φυσ. «κινητικὴ ενέργεια» — η ενέργεια την οποία έχει ένα σώμα ή ένα στοιχειώδες σωματίδιο λόγω τής κίνησης τουβ) «κινητική τέχνη» — μορφή τής σύγχρονης τέχνης που προέρχεται από την αφαίρεση και βασίζεται στον μεταβλητό χαρακτήρα τού έργου και στην κίνησή του, φαινομενική ή πραγματικήνεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. το κινητικό(ν)(ενν. φάρμακο[ν])το καθαρτικό, το φάρμακο που προκαλεί κένωση τού εντέρουμσν.-αρχ.1. προτρεπτικός («λόγος κινητικὸς πρὸς άρετήν», Αρίστων.)2. αυτός που μπορεί να κινηθεί ή να μετακινηθεί, ο κινητός («τὸ μὲν οὖν ὑγρόν... κινητικὸν αὐτό τε καθ' αὑτό», Πλάτ.)αρχ.1. αυτός που προκαλεί έκκριση («ἡ ῥίζα αὐτῆς... κινητική χολῆς δέδοται», Διοσκ.)2. αυτός που προκαλεί ταραχές, ο στασιαστής3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (στους Στωικούς) τὰ κινητικάτα πράγματα που αξίζει να τά επιθυμήσει κάποιος4. φρ. «ὁ ἐξ ἑαυτοῡ μόνον κινητικός» — αυτός που κινείται από μόνος του, ο αυτοκίνητος (Επίκ.).επίρρ...κινητικῶς (Α)με κινητικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κινητής ή κινητός (< κινῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.